Η νέα ρύθμιση αναγκάζει όλους τους φορείς στο οικοσύστημα του διαδικτύου, όλους όσους δηλαδή συμμετέχουν ενεργά σε διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης, πλατφόρμες μπλογκ ή οπτικοακουστικού υλικού, μικρά φόρουμ και μεγάλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να:
*Kατεβάσουν σε λιγότερο από μία ώρα οποιαδήποτε ανάρτηση έχει καταγγελθεί από την αστυνομία ως «περιεχόμενο υπέρ της τρομοκρατίας» (χωρίς κάποια εξουσιοδότηση από τις δικαστικές αρχές), με αποτέλεσμα, ένας ιστότοπος να πρέπει να ειναι σε διαθεσιμότητα καθ’ όλη τη διαρκεια του 24ωρου.
*Αναμένουν και να δέχονται τα αιτήματα της αστυνομίας, που θα εντοπίζουν το εν λόγω περιεχόμενο μέσω της εφαρμογής αυτόματων φίλτρων.
*Οι ιστοσελίδες που δεν λειτουργούν βάσει των προαναφερθέντων όρων θα κινδυνεύουν με πρόστιμο εως και 4% των ετήσιων εσόδων τους.
Από τεχνική, οικονομική αλλά και ανθρώπινη άποψη, μόνο μία μειοψηφία των φορέων αυτών θα έχει την δυνατότητα να τηρήσει τα αυστηρά κριτήρια που θέτει η μεταρρύθμιση. Άλλοι φορείς (ασχέτως αν λειτουργούν διαδικτυακά με σκοπό το κέρδος ή όχι) δεν θα έχουν άλλη επιλογή εκτός από την παύση της λειτουργίας τους ή την αποδοχή των εργαλείων ρύθμισης (αυτοματοποιημένα φίλτρα και λιστές αποκλεισμού) που αναπτύσσονται από την Facebook και την Google με την στήριξη της Κομισιόν, από το 2015.
Αυτοί οι διεθνείς κολοσσοί θα μετατραπούν σε δικαστές που θα έχουν το δικαίωμα να ορίσουν τι μπορεί να λεχθεί στο διαδίκτυο και τι όχι. Η πλούσια, ποικιλόμορφη και αποκεντρωμένη φύση του διαδικτύου δεν θα μπορέσει να επιβιώσει μετά από αυτό.
Λογοκρισία του πολιτικού λόγου
Με βάση τον ευρωπαϊκό νόμο, η έννοια του αδικήματος της «τρομοκρατίας» παραμένει επίτηδες ασαφής, καλύπτοντας δράσεις πειρατείας ή υλικής καταστροφής (ή και της απειλής για κάτι τέτοιο) με στόχο να επηρεάσει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και να αποσταθεροποιήσει τους θεσμούς.
Δίνοντας στην αστυνομία και όχι στις δικαστικές αρχές την εξουσία να αποφασίσει τι εστί «περιεχόμενο υπέρ της τρομοκρατίας» μπορεί να οδηγηθούμε πολύ εύκολα στην λογοκρισία πολιτικών αντιπάλων αλλά και κοινωνικών κινημάτων.
Υποχρεωτικά μέτρα πρόληψης υπό την απειλή δυσβάσταχτων προστίμων θα έχουν ως αποτέλεσμα την ενθάρρυνση των διαδικτυακών φορέων να υιοθετήσουν ένα επίσης γενικευμένο και ασαφή ορισμό της τρομοκρατίας, με στόχο την αποφυγή κυρώσεων.
Ενας νόμος που δεν προσφέρει τίποτα
Αυτή η αντιτρομοκρατική ρύθμιση δεν προσφέρει καν τα μέσα για να φτάσουμε στον θεωρούμενο στόχο: τον εμποδισμό της διάδοσης της προπαγάνδας ομάδων όπως η ISIS και η Al-Qaeda σε ανθρώπους που διάκεινται φιλικά προς την ανατριχιαστική ρητορική τους.
Είναι παράλογο το γεγονός πως πρέπει να επαναλάβουμε ξανά ότι στο διαδίκτυο, οποιοσδήποτε νόμος περί λογοκρισίας μπορεί να παραβιαστεί απο άτομα που έχουν πρόθεση να αποκτήσουν πρόσβαση σε λογοκριμένο περιεχόμενο. Η πραγματική συνέπεια του νόμου, δεν ειναι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, αλλά μία παράπλευρη απώλεια του: το κοινό ίσως να μην εκτίθεται πλέον σε περιεχόμενο τρομοκρατίας (τονίζουμε το ίσως), αλλά δεν θα είναι και σε θέση να γνωρίζει πληροφορίες οι οποίες κακεντρεχώς αποκρύφθηκαν από αυτό, γεγονός που αναπόφευκτα θα συμβεί. Αυτή η ρύθμιση είναι παιδαριώδης και ανεπαρκής, αφού δεν καταπιάνεται με τον πρωταρχικό της στόχο.
Με πρόσχημα την τάση να πιστεύουμε πως η τεχνολογία αποτελεί λύση για όλα τα προβλήματα, αυτή η ρύθμιση που στηρίζεται στον φόβο για την τρομοκρατία ουσιαστικά εγκαθιδρύει ένα καθεστώς περιορισμού της ελευθερίας του λόγου στο διαδίκτυο για να εξαφανίσει από τη δημόσια σφαίρα τον αντίλογο στις κυρίαρχες πολιτικές.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως: Το διαδίκτυο δεν ευνοεί τον εξτρεμισμό και την τρομοκρατία αφού οι μοναδικές μελέτες που έχουν γίνει πάνω σ’ αυτό θεωρούν πως ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι ανυπόστατος. Αυτή η ρύθμιση δεν θα μπορέσει πρακτικά να εμποδίσει οργανώσεις όπως η ISIS ή η Al Qaida να επικοινωνήσουν με τους υποστηρικτές τους.
Και σε όσους θεωρούν πως δεν μπορούμε να μένουμε απαθείς μπροστά στον κίνδυνο της τρομοκρατίας, απαντάμε πως αυτός δεν είναι λόγος να τίθενται οι ελευθερίες των ανθρώπων σε κίνδυνο μόνο και μόνο για μία συμβολική δράση ενάντια στην τρομοκρατία. @Terrorist Regulation- Authoritarian Censorship
Η λογοκρισία στο Ιντερνετ επεκτείνεται διεθνώς
Οι απόψεις σχετικά με τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα της λογοκρισίας του Διαδικτύου έχουν εξελιχθεί παράλληλα με την ανάπτυξη των τεχνολογιών του Ίντερνετ και της λογοκρισίας:
Το 1993 ένα άρθρο του Time Magazine ανέφερε μία ρήση του Τζον Γκίλμορ, ενός από τους ιδρυτές του Electronic Frontier Foundation, που λέει «Το Δίκτυο εκλαμβάνει τη λογοκρισία ως βλάβη και κινείται περιμετρικά γύρω της.»
Νοέμβριο του 2007, ο «Πατέρας του Ίντερνετ» Βιντ Σερφ δήλωσε ότι ο κυβερνητικός έλεγχος του Διαδικτύου αποτυγχάνει επειδή ο Ιστός είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου ιδιωτικός.
Στην έκθεση μιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε το 2007 και δημοσιεύτηκε το 2009 από το Κέντρο του Μπέρκμαν για το Ίντερνετ & την Κοινότητα στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, δηλώθηκε ότι: «Είμαστε βέβαιοι ότι το εργαλείο των προγραμματιστών για παράκαμψη της λογοκρισίας θα ξεπεράσει τις κυβερνητικές προσπάθειες για κλείδωμα, πιστεύουμε ότι λιγότερο από 2% του ολικού αριθμού των φιλτραρισμένων χρηστών του Διαδικτύου χρησιμοποιούν εργαλεία παράκαμψης».
Αντίθετα, μία έκθεση του 2011 των ερευνητών του Διαδικτυακού Ινστιτούτου της Οξφόρδης που δημοσιεύθηκε από την UNESCO κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο έλεγχος των πληροφοριών για το Ίντερνετ και το Δίκτυο είναι σίγουρα εφικτός, και ως εκ τούτου η τεχνολογική πρόοδος δεν εγγυάται μεγαλύτερη ελευθερία λόγου»
Ο δρ Σάσι Θάρουρ σε ένα τριμηνιαίο πρόγραμμα σειράς διαλέξεων που οργανώθηκε από ένα επιστημονικό επιτελείο που έχει έδρα στην Ινδία, το Κέντρο Ερευνών για τη Δημόσια Πολιτική, δήλωσε ότι «οι οδοί έκφρασης των απόψεων και των ιδεών μας έχουν ενισχυθεί και πολλαπλασιαστεί μέσω των ψηφιακών μέσων, και η ελευθερία της έκφρασης συνοδεύεται από μεγάλη ευθύνη»
Η φραγή και το φιλτράρισμα μπορεί να βασίζονται σε σχετικά στατικές μαύρες λίστες ή να καθορίζεται πιο δυναμικά βάσει εξέτασης των πληροφοριών που ανταλλάσσονται σε πραγματικό χρόνο. Οι μαύρες λίστες μπορεί να έχουν παραχθεί αυτόματα ή μη, και συνήθως δεν διατίθενται πάρα μόνο σε χρήστες λογισμικών φραγής. Η φραγή ή το φιλτράρισμα μπορεί να γίνονται σε συγκεντρωτικό εθνικό επίπεδο, σε ένα αποκεντρωμένο υποεθνικό επίπεδο, ή σε επίπεδο ιδρύματος, για παράδειγμα σε βιβλιοθήκες, πανεπιστήμια ή Ίντερνετ καφέ.
Η φραγή και το φιλτράρισμα μπορεί επίσης να διαφέρουν μεταξύ των διαφορετικών ISP μιας χώρας. Οι χώρες μπορούν να φιλτράρουν το απόρρητο περιεχόμενο σε συνεχή βάση και/ή να εφαρμόζουν προσωρινό φιλτράρισμα κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων περιόδων, όπως στις εκλογές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι λογοκριτικές αρχές ενδέχεται να μπλοκάρουν κρυφά περιεχόμενο ώστε να παραπλανηθεί το κοινό και να πιστέψει ότι δεν έχει εφαρμοστεί λογοκρισία. Αυτό επιτυγχάνεται με την εμφάνιση του μηνύματος λάθους «Δεν Βρέθηκε», κατόπιν της προσπάθειας πρόσβασης σε μια κλειδωμένη ιστοσελίδα.
Εκτός και αν ο ελεγκτής έχει πλήρη έλεγχο σε όλους τους υπολογιστές που είναι συνδεδεμένοι στο Ίντερνετ, όπως στην Βόρεια Κορέα (όπου πρόσβαση στο ενδοδίκτυο έχουν μόνο οι προνομιούχοι πολίτες), ή στην Κούβα, όπου η ολοκληρωτική λογοκρισία των πληροφοριών είναι έως και ανέφικτη λόγω της υποκείμενης κατανεμημένης τεχνολογίας του Διαδικτύου. Οι ψευδωνυμίες και τα καταφύγια δεδομένων (όπως το Freenet) προστατεύουν την ελευθερία του λόγου χρησιμοποιώντας τεχνολογίες που εγγυώνται ότι δεν μπορεί να αφαιρεθεί υλικό και εμποδίζει την αναγνώριση των δημιουργών.
Οι τεχνολογικά έμπειροι χρήστες συχνά βρίσκουν τρόπους να αποκτήσουν πρόσβαση σε φραγμένο περιεχόμενο. Μ’ όλα ταύτα, η φραγή παραμένει μία αποτελεσματική μέθοδος για τον περιορισμό της πρόσβασης σε απόρρητες πληροφορίες στους περισσότερους χρήστες όταν οι λογοκριτές, όπως στην Κίνα, βρίσκονται σε θέση να διαθέσουν σημαντικούς πόρους για την οικοδόμηση και την διατήρηση ενός ολοκληρωμένου συστήματος λογοκρισίας.
Ο όρος «σπλίντερνετ» χρησιμοποιείται μερικές φορές για να περιγράψει τα αποτελέσματα των εθνικών τοίχων προστασίας. Ο όρος «κάβουρας του ποταμού» χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη αναφερόμενος στην λογοκρισία του Διαδικτύου, ιδίως στην Ασία.
Σύμφωνα με τον Χόφμαν, χρησιμοποιούνται διαφορετικές μέθοδοι για τον αποκλεισμό συγκεκριμένων ιστότοπων ή σελίδων, όπως DNS δηλητηρίαση, φραγή της πρόσβασης σε ορισμένες διευθύνσεις IP, ανάλυση και φιλτράρισμα διευθύνσεων URL, επιθεώρηση των πακέτων φίλτρων και επαναφορά των συνδέσεων.
Τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει αυτό που θα λέγαμε ανοικτό Ιντερνέτ. Καθώς περνούν τα χρόνια, η λογοκρισία επεκτείνεται. Θα έλεγα, όμως, ότι χάρη στο Ιντερνέτ ο κόσμος συνολικά απολαμβάνει περισσότερη ελευθερία του λόγου απ’ ό,τι πριν από αυτό, άσχετα αν ούτε το εκμεταλλεύεται, ούτε το αντιλαμβάνεται.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου